- εγκληματικός
- -ή, -ό (AM ἐγκληματικός, -ή, -ό)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημανεοελλ.αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία»)μσν.1. ως επίθ. ποινικός2. ως ουσ. εγκληματίαςαρχ.αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία, φιλόδικος.
Dictionary of Greek. 2013.